- ἱπποτοξότης
- ἱπποτοξότηςmounted bowman horse-archermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιπποτοξότης — ἱπποτοξότης, ὁ (Α) ιππέας οπλισμένος με τόξο, έφιππος τοξότης («ἱππέας δὲ ἀπέφαινε διακόσιους και χιλίους ξὺν ἱπποτοξόταις», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + τοξότης (< τόξον)] … Dictionary of Greek
ἱπποτοξόται — ἱπποτοξότης mounted bowman horse archer masc nom/voc pl ἱπποτοξότᾱͅ , ἱπποτοξότης mounted bowman horse archer masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποτοξοτῶν — ἱπποτοξότης mounted bowman horse archer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποτοξόταις — ἱπποτοξότης mounted bowman horse archer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποτοξότην — ἱπποτοξότης mounted bowman horse archer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποτοξότας — ἱπποτοξότᾱς , ἱπποτοξότης mounted bowman horse archer masc acc pl ἱπποτοξότᾱς , ἱπποτοξότης mounted bowman horse archer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek
ψυλλοτοξότης — ὁ, Α (ως κωμική λ. στον Λουκιαν.) φανταστικός τοξότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψύλλα / ψύλλος + τοξότης, κατά παρωδία τού ἱπποτοξότης] … Dictionary of Greek